- μανιοποιός
- μανιοποιός, -όν (Α)αυτός που καθιστά κάποιον μανιώδη, αυτός που προκαλεί μανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανιοποιός — maddening masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιοποιόν — μανιοποιός maddening masc/fem acc sg μανιοποιός maddening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιοποιοί — μανιοποιός maddening masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
μανιοποιώ — μανιοποιῶ, έω (Α) [μανιοποιός] κάνω κάποιον μανιώδη, παράφρονα, προκαλώ μανία σε κάποιον … Dictionary of Greek
μανιοποιοῦ — μανιοποιέω madden pres imperat mp 2nd sg (attic) μανιοποιέω madden imperf ind mp 2nd sg (attic) μανιοποιός maddening masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)